περιγραφικό

περιγραφικό
betimsel, tasviri

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιγραφικός — ή, ό / περιγραφικός, ή, όν, ΝΑ [περιγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή νεοελλ. 1. ο ικανός να αποδίδει με ενάργεια και ζωντάνια τις εικόνες τών πραγμάτων, παραστατικός («περιγραφικό ύφος») 2. αυτός που περιγράφεται με ζωντάνια… …   Dictionary of Greek

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • προγραμματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόγραμμα ή αυτός που γίνεται με βάση ένα πρόγραμμα («προγραμματικές δηλώσεις τής κυβέρνησης») φρ. 2. «προγραμματική μουσική» μουσ. κάθε σύνθεση με περιγραφικό ή διηγηματικό χαρακτήρα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ρεπορτάζ — Δημοσιογραφικό είδος γραπτού λόγου για την έγκαιρη λεπτομερειακή και ζωντανή ενημέρωση των αναγνωστών σχετικά με διάφορα γεγονότα που έχουν συμβεί. Ο ρεπόρτερ πρέπει να έχει δει ο ίδιος τα γεγονότα ή να έχει πάρει μέρος στα γεγονότα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”